αλισιβερίσι

αλισιβερίσι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλισιβερίσι" в других словарях:

  • αλισιβερίζομαι — αλισιβερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι …   Dictionary of Greek

  • αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλισβερίσι — αλισβερίσι, το και αλισιβερίσι, το (λ. τουρκ.), δοσοληψία, συναλλαγή: Άλλη φορά δεν πρόκειται να χω αλισβερίσι μ αυτόν τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»