αλισιβερίσι
Смотреть что такое "αλισιβερίσι" в других словарях:
αλισιβερίζομαι — αλισιβερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι … Dictionary of Greek
αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] … Dictionary of Greek
αλισβερίσι — αλισβερίσι, το και αλισιβερίσι, το (λ. τουρκ.), δοσοληψία, συναλλαγή: Άλλη φορά δεν πρόκειται να χω αλισβερίσι μ αυτόν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)